Δείτε επίσης: έψημα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἕψημᾰ τὰ ἑψήμᾰτ
      γενική τοῦ ἑψήμᾰτος τῶν ἑψημᾰ́των
      δοτική τῷ ἑψήμᾰτ τοῖς ἑψήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἕψημᾰ τὰ ἑψήμᾰτ
     κλητική ! ἕψημᾰ ἑψήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑψήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἑψημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἕψημα < ἕψω, ἑψη- -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἕψημα ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία