Δείτε επίσης: ἕψημα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έψημα τα εψήματα
      γενική του εψήματος των εψημάτων
    αιτιατική το έψημα τα εψήματα
     κλητική έψημα εψήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έψημα < αρχαία ελληνική ἕψημα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έψημα[1] ουδέτερο

  1. (γενικότερα) (λόγιο) οτιδήποτε έχει βράσει, έχει παρασκευαστεί με βράσιμο
  2. (ειδικότερα) (παρωχημένο) (λόγιο) πετιμέζι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .