Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βράσιμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
βράσιμ
ο
τα
βρασίμ
ατ
α
γενική
του
βρασίμ
ατ
ος
των
βρασιμ
άτ
ων
αιτιατική
το
βράσιμ
ο
τα
βρασίμ
ατ
α
κλητική
βράσιμ
ο
βρασίμ
ατ
α
Κατηγορία
όπως «
δέσιμο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βράσιμο
<
βράζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βράσιμο
ουδέτερο
η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του
βράζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βράσιμο
γαλλικά
:
cuisson
(fr)
,
ébullition
(fr)
ισπανικά
:
cocción
(es)