Δείτε επίσης: κόμη, κόμμι, Κώμη
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κώμη οι κώμες
      γενική της κώμης των κωμών
    αιτιατική την κώμη τις κώμες
     κλητική κώμη κώμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κώμη θηλυκό

  • συνοικισμός μεγαλύτερος του χωριού και μικρότερος της κωμόπολης

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κώμη αἱ κῶμαι
      γενική τῆς κώμης τῶν κωμῶν
      δοτική τῇ κώμ ταῖς κώμαις
    αιτιατική τὴν κώμην τὰς κώμᾱς
     κλητική ! κώμη κῶμαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κώμ
γεν-δοτ τοῖν  κώμαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα