κώμη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κώμη | οι | κώμες |
γενική | της | κώμης | των | κωμών |
αιτιατική | την | κώμη | τις | κώμες |
κλητική | κώμη | κώμες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κώμη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κώμη (ατείχιστο χωριό)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακώμη θηλυκό
- συνοικισμός μεγαλύτερος του χωριού και μικρότερος της κωμόπολης
Μεταφράσεις
επεξεργασία κώμη
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κώμη | αἱ | κῶμαι |
γενική | τῆς | κώμης | τῶν | κωμῶν |
δοτική | τῇ | κώμῃ | ταῖς | κώμαις |
αιτιατική | τὴν | κώμην | τὰς | κώμᾱς |
κλητική ὦ! | κώμη | κῶμαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κώμᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κώμαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
επεξεργασία- κώμη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κώμη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.