Δείτε επίσης: κόμη, κόμμι, Κώμη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κώμη οι κώμες
      γενική της κώμης των κωμών
    αιτιατική την κώμη τις κώμες
     κλητική κώμη κώμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κώμη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κώμη (ατείχιστο χωριό)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈko.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κώ‐μη
ομόηχα: κόμη, κόμμι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κώμη θηλυκό

  • συνοικισμός μεγαλύτερος του χωριού και μικρότερος της κωμόπολης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κώμη αἱ κῶμαι
      γενική τῆς κώμης τῶν κωμῶν
      δοτική τῇ κώμ ταῖς κώμαις
    αιτιατική τὴν κώμην τὰς κώμᾱς
     κλητική ! κώμη κῶμαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κώμ
γεν-δοτ τοῖν  κώμαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα