Δείτε επίσης: κῶμα, κόμμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κώμα τα κώματα
      γενική του κώματος των κωμάτων
    αιτιατική το κώμα τα κώματα
     κλητική κώμα κώματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κώμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κῶμα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈko.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κώ‐μα
ομόηχο: κόμμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κώμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία