παθολογικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
παθολογικά < παθολογικός
Επίρρημα επεξεργασία
παθολογικά
- από παθολογική άποψη
- σε σημείο υπερβολής, υπερβολικά, τόσο που να θεωρείται παθολογικό και όχι υγιές
- τον αγαπάει παθολογικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
παθολογικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
παθολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παθολογικό