Δείτε επίσης: κώμα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κῶμᾰ τὰ κώμᾰτ
      γενική τοῦ κώμᾰτος τῶν κωμᾰ́των
      δοτική τῷ κώμᾰτ τοῖς κώμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κῶμᾰ τὰ κώμᾰτ
     κλητική ! κῶμᾰ κώμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κώμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  κωμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κῶμα, ήδη ομηρικό < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱumbʰ- (βρίσκομαι) όπως και στο κεῖμαι, στο κοιμάομαι[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κῶμα ουδέτερο

  • λήθαργος, βαθύς ύπνος
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 359
    αὐτῷ . . μαλακὸν περὶ κῶμα κάλυψα
    ※  Γαληνός, Περὶ τοῦ παρ’ Ἱπποκράτει κώματος βιβλίον. @scaife.perseus
    Τί ποτε σημαίνει τὸ τοῦ κώματος ὄνομα παρ’ Ἱπποκράτει; πότερον τὴν εἰς ὕπνον καταφορὰν, ὥς τινες τῶν ἐξηγησαμένων ἔφασαν; ἢ ὕπνον αὐτόν; ἢ, καθάπερ ἄλλοι, τὴν ὑπνώδη καταφοράν; καὶ γὰρ καὶ οὕτως ὠνόμασάν τινες ἐν συνθέτῳ προσηγορίᾳ τὴν ἐξήγησιν ποιησάμενοι. τινὲς δ’ οὐδὲν μὲν τούτων, τὴν ληθαργικὴν δὲ καταφορὰν κῶμα πρὸς τοῦ ἀνδρὸς ὀνομάζεσθαί φασι.

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία