Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κωματώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Δείτε επίσης
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κωματώδ
ης
η
κωματώδ
ης
το
κωματώδ
ες
γενική
του
κωματώδ
ους
της
κωματώδ
ους
του
κωματώδ
ους
αιτιατική
τον
κωματώδ
η
την
κωματώδ
η
το
κωματώδ
ες
κλητική
κωματώδ
η
(
ς
)
κωματώδ
ης
κωματώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κωματώδ
εις
οι
κωματώδ
εις
τα
κωματώδ
η
γενική
των
κωματωδ
ών
των
κωματωδ
ών
των
κωματωδ
ών
αιτιατική
τους
κωματώδ
εις
τις
κωματώδ
εις
τα
κωματώδ
η
κλητική
κωματώδ
εις
κωματώδ
εις
κωματώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κωματώδης
<
αρχαία ελληνική
κωματώδης
<
κῶμα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ko.maˈto.ðis
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
κω‐μα‐τώ‐δης
Επίθετο
επεξεργασία
κωματώδης
(
ιατρική
) που έχει
σχέση
με το
κώμα
ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά
επεξεργασία
κώμα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ληθαργικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κωματώδης
αγγλικά
:
comatose
(en)
γαλλικά
:
comateux
(fr)