Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αισθητικά < αισθητικός

  Επίρρημα επεξεργασία

αισθητικά

  1. σχετικά με τις αισθήσεις
  2. σχετικά με το ωραίο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αισθητικά