συντηρητικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συντηρητικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συντηρητικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
συντηρητικό ουδέτερο συνήθως στον πληθυντικό
- η ουσία που βοηθά στην συντήρηση των τροφίμων και συμβάλλει στη διατήρησή τους ώστε να μην αλλοιωθούν
Μεταφράσεις επεξεργασία
συντηρητικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
συντηρητικό
- αιτιατική ενικού του συντηρητικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του συντηρητικός