Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συντηρητικό τα συντηρητικά
      γενική του συντηρητικού των συντηρητικών
    αιτιατική το συντηρητικό τα συντηρητικά
     κλητική συντηρητικό συντηρητικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συντηρητικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συντηρητικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συντηρητικό ουδέτερο συνήθως στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

συντηρητικό