θυμίαμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- θυμίαμα < αρχαία ελληνική θυμίαμα < θυμιάω / θυμιῶ < θύω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θυμίαμα ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- θυμιάζω
- θυμίαση
- θυμιατήρι / θυμιατήριο
- θυμιατίζω
- θυμιάτισμα
- θυμιατό
- → δείτε τις λέξεις θύω και θυσία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θυμίαμα
|