θύω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θύω < αρχαία ελληνική θύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰewh₂- (καπνός, ομίχλη)
ΡήμαΕπεξεργασία
θύω (παθητική φωνή: θύομαι)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
θύω
|
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰewh₂- (καπνός, ομίχλη)
ΡήμαΕπεξεργασία
θύω (παθητική φωνή: θύομαι)