• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

θύω

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Μεταφράσεις
  • 2 Αρχαία ελληνικά (grc)
    • 2.1 Ετυμολογία
    • 2.2 Ρήμα

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

θύω < αρχαία ελληνική θύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰewh₂- (καπνός, ομίχλη)

  ΡήμαΕπεξεργασία

θύω (παθητική φωνή: θύομαι)

  • (αρχαιοπρεπές) θυσιάζω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    θύω
  • → δείτε τη λέξη θυσιάζω



Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

θύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰewh₂- (καπνός, ομίχλη)

  ΡήμαΕπεξεργασία

θύω (παθητική φωνή: θύομαι)

  1. θυσιάζω
  2. γιορτάζω προσφέροντας θυσίες
  3. είμαι μανιασμένος, αφηνιασμένος ή ταραγμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=θύω&oldid=4037140"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Απριλίου 2019, στις 16:03

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Απριλίου 2019, στις 16:03.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie