θυσιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θυσιάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θυσιάζω [1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θi.siˈa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θυ‐σι‐ά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαθυσιάζω, αόρ.: θυσίασα, παθ.φωνή: θυσιάζομαι, π.αόρ.: θυσιάστηκα, μτχ.π.π.: θυσιασμένος
- προσφέρω κάτι σε μία θεότητα, κάνω θυσία
- παραιτούμαι από την απόλαυση υλικού ή πνευματικού αγαθού που έχει αξία για μένα για χάρη άλλου ή για ανώτερο σκοπό
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θυσιάζω | θυσίαζα | θα θυσιάζω | να θυσιάζω | θυσιάζοντας | |
β' ενικ. | θυσιάζεις | θυσίαζες | θα θυσιάζεις | να θυσιάζεις | θυσίαζε | |
γ' ενικ. | θυσιάζει | θυσίαζε | θα θυσιάζει | να θυσιάζει | ||
α' πληθ. | θυσιάζουμε | θυσιάζαμε | θα θυσιάζουμε | να θυσιάζουμε | ||
β' πληθ. | θυσιάζετε | θυσιάζατε | θα θυσιάζετε | να θυσιάζετε | θυσιάζετε | |
γ' πληθ. | θυσιάζουν(ε) | θυσίαζαν θυσιάζαν(ε) |
θα θυσιάζουν(ε) | να θυσιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θυσίασα | θα θυσιάσω | να θυσιάσω | θυσιάσει | ||
β' ενικ. | θυσίασες | θα θυσιάσεις | να θυσιάσεις | θυσίασε | ||
γ' ενικ. | θυσίασε | θα θυσιάσει | να θυσιάσει | |||
α' πληθ. | θυσιάσαμε | θα θυσιάσουμε | να θυσιάσουμε | |||
β' πληθ. | θυσιάσατε | θα θυσιάσετε | να θυσιάσετε | θυσιάστε | ||
γ' πληθ. | θυσίασαν θυσιάσαν(ε) |
θα θυσιάσουν(ε) | να θυσιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θυσιάσει | είχα θυσιάσει | θα έχω θυσιάσει | να έχω θυσιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις θυσιάσει | είχες θυσιάσει | θα έχεις θυσιάσει | να έχεις θυσιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει θυσιάσει | είχε θυσιάσει | θα έχει θυσιάσει | να έχει θυσιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε θυσιάσει | είχαμε θυσιάσει | θα έχουμε θυσιάσει | να έχουμε θυσιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε θυσιάσει | είχατε θυσιάσει | θα έχετε θυσιάσει | να έχετε θυσιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν θυσιάσει | είχαν θυσιάσει | θα έχουν θυσιάσει | να έχουν θυσιάσει |
|
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θυσιάζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ θυσιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.