sacrifice
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sacrifice | sacrifices |
sacrifice (en)
- η θυσία
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | sacrifice |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sacrifices |
αόριστος | sacrificed |
παθητική μετοχή | sacrificed |
ενεργητική μετοχή | sacrificing |
sacrifice (en)
- θυσιάζω
- ⮡ They sacrificed their lives for the ideals of Hellenism.
- Θυσίασαν τη ζωή τους για τα ιδεώδη του ελληνισμού.
- ⮡ They sacrificed their lives for the ideals of Hellenism.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sacrifice | sacrifices |
Ετυμολογία
επεξεργασία- sacrifice < λατινική sacrificium
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sa.kʁi.fis/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsacrifice (fr) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη sacrifier
Πηγές
επεξεργασία- sacrifice - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- sacrifice - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online