Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sacrifice sacrifices

sacrifice (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας sacrifice
γ΄ ενικό ενεστώτα sacrifices
αόριστος sacrificed
παθητική μετοχή sacrificed
ενεργητική μετοχή sacrificing

sacrifice (en) sacrifice (en)

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sacrifice sacrifices

  Ετυμολογία επεξεργασία

sacrifice < λατινική sacrificium

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sa.kʁi.fis/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sacrifice (fr) αρσενικό

  1. η θυσία
     συνώνυμα: immolation, libation, oblation
  2. η αφοσίωση
     συνώνυμα: abnégation, dévouement

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία