sacrifice
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sacrifice | sacrifices |
sacrifice (en)
- η θυσία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | sacrifice |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sacrifices |
αόριστος | sacrificed |
παθητική μετοχή | sacrificed |
ενεργητική μετοχή | sacrificing |
Πηγές επεξεργασία
- sacrifice - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- sacrifice - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sacrifice | sacrifices |
Ετυμολογία επεξεργασία
- sacrifice < λατινική sacrificium
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sa.kʁi.fis/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
sacrifice (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη sacrifier
Πηγές επεξεργασία
- sacrifice - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- sacrifice - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online