θυσιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
θυσιάζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος θυσιάζω
- απαρνιέμαι ό,τι μου είναι πιο πολύτιμο για να επιτευχθεί κάποιος σκοπός που θεωρώ ότι έχει μεγαλύτερη αξία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θυσιάζομαι