Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θυσιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θυσιασμέν
ος
η
θυσιασμέν
η
το
θυσιασμέν
ο
γενική
του
θυσιασμέν
ου
της
θυσιασμέν
ης
του
θυσιασμέν
ου
αιτιατική
τον
θυσιασμέν
ο
τη
θυσιασμέν
η
το
θυσιασμέν
ο
κλητική
θυσιασμέν
ε
θυσιασμέν
η
θυσιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θυσιασμέν
οι
οι
θυσιασμέν
ες
τα
θυσιασμέν
α
γενική
των
θυσιασμέν
ων
των
θυσιασμέν
ων
των
θυσιασμέν
ων
αιτιατική
τους
θυσιασμέν
ους
τις
θυσιασμέν
ες
τα
θυσιασμέν
α
κλητική
θυσιασμέν
οι
θυσιασμέν
ες
θυσιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θυσιασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
θυσιάζω
Μετοχή
επεξεργασία
θυσιασμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
θυσιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θυσιασμένος