αφηνιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αφηνιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αφηνιάζω
Μετοχή
επεξεργασία
αφηνιασμένος
- που έχει αφηνιάσει
- Το αφηνιασμένο άλογο
- ξέφρενος, εκτός εαυτού
- Μόλις του είπε ότι θέλει να χωρισουν επειδή αγάπησε άλλον, έκανε σαν αφηνιασμένος, δεν τον είχα δει ξανά σε τέτοια κατάσταση
- Μπήκαν στο γήπεδο αφηνιασμένοι κι έβαλαν 12 πόντους στη σειρά
- → δείτε τη λέξη αφηνιάζω