Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφηνιασμένος η αφηνιασμένη το αφηνιασμένο
      γενική του αφηνιασμένου της αφηνιασμένης του αφηνιασμένου
    αιτιατική τον αφηνιασμένο την αφηνιασμένη το αφηνιασμένο
     κλητική αφηνιασμένε αφηνιασμένη αφηνιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφηνιασμένοι οι αφηνιασμένες τα αφηνιασμένα
      γενική των αφηνιασμένων των αφηνιασμένων των αφηνιασμένων
    αιτιατική τους αφηνιασμένους τις αφηνιασμένες τα αφηνιασμένα
     κλητική αφηνιασμένοι αφηνιασμένες αφηνιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφηνιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αφηνιάζω

  Μετοχή επεξεργασία

αφηνιασμένος

  1. που έχει αφηνιάσει
    Το αφηνιασμένο άλογο
  2. ξέφρενος, εκτός εαυτού
    Μόλις του είπε ότι θέλει να χωρισουν επειδή αγάπησε άλλον, έκανε σαν αφηνιασμένος, δεν τον είχα δει ξανά σε τέτοια κατάσταση
    Μπήκαν στο γήπεδο αφηνιασμένοι κι έβαλαν 12 πόντους στη σειρά
  1. → δείτε τη λέξη αφηνιάζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία