rampant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαrampant (en)
- αφηνιασμένος
- ανεξέλεγκτος, αχαλίνωτος
- (οικοσημολογία) όρθιο (σε κατακόρυφη θέση) γραφικό θηρίο σε θυρεό που στέκεται στο ένα πόδι και προβάλλει απειλητικά τα νύχια των ελεύθερων άκρων του (σχεδόν πάντα έχει ελαφρώς ανοιχτό στόμα από το οποίο ξεπροβάλλει η κυματιστή γλώσσα του)
- (αρκετά σπανιότερα) το γραφικό θηρίο δύναται να πατά και στα δύο πίσω άκρα, με ελαττωμένη έτσι τη δυναμική του
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- rampant < ramper
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rampant | rampants |
θηλυκό | rampante | rampantes |
rampant (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rampant | rampants |
rampant (fr) αρσενικό