rampant (en)

  1. αφηνιασμένος
     συνώνυμα: rampant
  2. ανεξέλεγκτος, αχαλίνωτος
  3. (οικοσημολογία) όρθιο (σε κατακόρυφη θέση) γραφικό θηρίο σε θυρεό που στέκεται στο ένα πόδι και προβάλλει απειλητικά τα νύχια των ελεύθερων άκρων του (σχεδόν πάντα έχει ελαφρώς ανοιχτό στόμα από το οποίο ξεπροβάλλει η κυματιστή γλώσσα του)
    (αρκετά σπανιότερα) το γραφικό θηρίο δύναται να πατά και στα δύο πίσω άκρα, με ελαττωμένη έτσι τη δυναμική του



Ετυμολογία

επεξεργασία
rampant < ramper

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rampant rampants

rampant (fr) αρσενικό