αχαλίνωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
αχαλίνωτος
- χωρίς χαλινό
- ορμητικός, ξέφρενος, ασταμάτητος, αδάμαστος, που δεν μπορεί να συγκρατηθεί
- (αρνητικά) χωρίς όρια