↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχαλίνωτος η αχαλίνωτη το αχαλίνωτο
      γενική του αχαλίνωτου της αχαλίνωτης του αχαλίνωτου
    αιτιατική τον αχαλίνωτο την αχαλίνωτη το αχαλίνωτο
     κλητική αχαλίνωτε αχαλίνωτη αχαλίνωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχαλίνωτοι οι αχαλίνωτες τα αχαλίνωτα
      γενική των αχαλίνωτων των αχαλίνωτων των αχαλίνωτων
    αιτιατική τους αχαλίνωτους τις αχαλίνωτες τα αχαλίνωτα
     κλητική αχαλίνωτοι αχαλίνωτες αχαλίνωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αχαλίνωτος < α- στερητικό + χαλινός

  Επίθετο

επεξεργασία

αχαλίνωτος

  1. χωρίς χαλινό
  2. ορμητικός, ξέφρενος, ασταμάτητος, αδάμαστος, που δεν μπορεί να συγκρατηθεί
  3. (αρνητικά) χωρίς όρια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία