Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαλινός οι χαλινοί
      γενική του χαλινού των χαλινών
    αιτιατική τον χαλινό τους χαλινούς
     κλητική χαλινέ χαλινοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλινός < αρχαία ελληνική χαλινός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλινός αρσενικό

  1. η στομίδα που τοποθετείται στο στόμα ενός αλόγου και μαζί με τα ηνία χρησιμοποιείται από τον αναβάτη για να οδηγήσει το ζώο
    ※  Κάθε πλάγιο τμήμα του χαλινού-- το ψάλιο - σχηματίζει γωνία και είναι συμφυές με το ήμισυ του μέρους του χαλινού , που στερεωνόταν ανάμεσα στις μασέλλες του ζώου , τη στομίδα (Νομισματικά χρονικά, τεύχη 5-6, σελ. 12, 1978)
  2. οτιδήποτε συγκρατεί ή περιορίζει
  3. (ανατομία) πτυχή δέρματος που συνδέει δύο όργανα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλινός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλινός, -οῦ αρσενικό

  1. χαλινάρι, γκέμι
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 393 (392-395)
    ἵππους δ᾽ Αὐτομέδων τε καὶ Ἄλκιμος ἀμφιέποντες | ζεύγνυον· ἀμφὶ δὲ καλὰ λέπαδν᾽ ἕσαν, ἐν δὲ χαλινοὺς | γαμφηλῇς ἔβαλον, κατὰ δ᾽ ἡνία τεῖναν ὀπίσσω | κολλητὸν ποτὶ δίφρον.
    Ο Αυτομέδων έζευε και ο Άλκιμος τους ίππους· | τους έζωναν με όμορφα ζυγόλουρα κι εβάλαν | στα στόματα τους χαλινούς και οπίσω προς την έδραν | τα χαλινάρια τέντωσαν·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 393 (393-394)
    ἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένει, |ὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει κλύων.
    σαν τ᾽ άτι που τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμια | και φρουμανίζει ώσπου τη σάλπιγγα ν᾽ ακούσει.
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 477 (477-478)
    σμικρῷ χαλινῷ δ᾽ οἶδα τοὺς θυμουμένους | ἵππους καταρτυθέντας·
    και τ᾽ άλογα τα πιο βαρβάτα, ξέρω, | ένα μικρό χαλινάρι τα σιάζει·
    Μετάφραση (1940): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
  2. ιμάντας, λουρί
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Κύκλωψ, στίχ. 461 (460-463)
    ναυπηγίαν δ᾽ ὡσεί τις ἁρμόζων ἀνὴρ | διπλοῖν χαλινοῖν τρύπανον κωπηλατεῖ, | οὕτω κυκλώσω δαλὸν ἐν φαεσφόρωι | Κύκλωπος ὄψει καὶ συναυανῶ κόρας.
    Κι όπως το τρυπάνι που ᾽χουν και σκαρώνουνε καράβια | και το πάνε και το φέρνουν, έγια μόλα έγια λέσα, | με λουρί διπλό βαστώντας | έτσι θέλω εγώ να στρίψω το παλούκι, το δαυλί, | μες στο μάτι του θηρίου και το φως του να μαράνω.
    Μετάφραση χ.χ.: Β. Λιαπή, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
  3. (μεταφορικά) καθετί που συγκρατεί, περιορίζει ή αναχαιτίζει
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 26 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (4.25-4.26)
    ἁνίκ᾽ ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν | [στρ. β] ναῒ κριμνάντων ἐπέτοσσε, θοᾶς Ἀργοῦς χαλινόν·
    Τότε ο θεός μάς βρήκε να κρεμούμε στο καράβι | [στρ. β] τη χαλκόδοντη άγκυρα, το χαλινάρι της γοργής Αργώς.
    Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Ἰσθμιονίκαις, 8, 46 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (8.45-8.46)
    ἐν διχομηνίδεσσιν δὲ ἑσπέραις ἐρατόν | λύοι κεν χαλινὸν ὑφ᾽ ἥρωϊ παρθενίας.»
    μα όταν θα φτάσει η ολοφέγγαρη νύχτα, | στον ήρωα ας λύσει της παρθενιάς το χρυσό χαλινάρι».
    Μετάφραση (1936): Ιωάννης Γρυπάρης, @greek‑language.gr
  4. (στον πληθυντικό): (χαλινοί ή χαλινά)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία