χαλινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χαλινός | οι | χαλινοί |
γενική | του | χαλινού | των | χαλινών |
αιτιατική | τον | χαλινό | τους | χαλινούς |
κλητική | χαλινέ | χαλινοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαλινός < αρχαία ελληνική χαλινός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαλινός αρσενικό
- η στομίδα που τοποθετείται στο στόμα ενός αλόγου και μαζί με τα ηνία χρησιμοποιείται από τον αναβάτη για να οδηγήσει το ζώο
- οτιδήποτε συγκρατεί ή περιορίζει
- (ανατομία) πτυχή δέρματος που συνδέει δύο όργανα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαλινός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαλινός, -οῦ αρσενικό
- χαλινάρι, γκέμι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 393 (392-395)
- ἵππους δ᾽ Αὐτομέδων τε καὶ Ἄλκιμος ἀμφιέποντες | ζεύγνυον· ἀμφὶ δὲ καλὰ λέπαδν᾽ ἕσαν, ἐν δὲ χαλινοὺς | γαμφηλῇς ἔβαλον, κατὰ δ᾽ ἡνία τεῖναν ὀπίσσω | κολλητὸν ποτὶ δίφρον.
- Ο Αυτομέδων έζευε και ο Άλκιμος τους ίππους· | τους έζωναν με όμορφα ζυγόλουρα κι εβάλαν | στα στόματα τους χαλινούς και οπίσω προς την έδραν | τα χαλινάρια τέντωσαν·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἵππους δ᾽ Αὐτομέδων τε καὶ Ἄλκιμος ἀμφιέποντες | ζεύγνυον· ἀμφὶ δὲ καλὰ λέπαδν᾽ ἕσαν, ἐν δὲ χαλινοὺς | γαμφηλῇς ἔβαλον, κατὰ δ᾽ ἡνία τεῖναν ὀπίσσω | κολλητὸν ποτὶ δίφρον.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 393 (393-394)
- ἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένει, |ὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει κλύων.
- σαν τ᾽ άτι που τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμια | και φρουμανίζει ώσπου τη σάλπιγγα ν᾽ ακούσει.
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένει, |ὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει κλύων.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 477 (477-478)
- σμικρῷ χαλινῷ δ᾽ οἶδα τοὺς θυμουμένους | ἵππους καταρτυθέντας·
- και τ᾽ άλογα τα πιο βαρβάτα, ξέρω, | ένα μικρό χαλινάρι τα σιάζει·
- Μετάφραση (1940): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- σμικρῷ χαλινῷ δ᾽ οἶδα τοὺς θυμουμένους | ἵππους καταρτυθέντας·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 393 (392-395)
- ιμάντας, λουρί
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Κύκλωψ, στίχ. 461 (460-463)
- ναυπηγίαν δ᾽ ὡσεί τις ἁρμόζων ἀνὴρ | διπλοῖν χαλινοῖν τρύπανον κωπηλατεῖ, | οὕτω κυκλώσω δαλὸν ἐν φαεσφόρωι | Κύκλωπος ὄψει καὶ συναυανῶ κόρας.
- Κι όπως το τρυπάνι που ᾽χουν και σκαρώνουνε καράβια | και το πάνε και το φέρνουν, έγια μόλα έγια λέσα, | με λουρί διπλό βαστώντας | έτσι θέλω εγώ να στρίψω το παλούκι, το δαυλί, | μες στο μάτι του θηρίου και το φως του να μαράνω.
- Μετάφραση χ.χ.: Β. Λιαπή, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- ναυπηγίαν δ᾽ ὡσεί τις ἁρμόζων ἀνὴρ | διπλοῖν χαλινοῖν τρύπανον κωπηλατεῖ, | οὕτω κυκλώσω δαλὸν ἐν φαεσφόρωι | Κύκλωπος ὄψει καὶ συναυανῶ κόρας.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Κύκλωψ, στίχ. 461 (460-463)
- (μεταφορικά) καθετί που συγκρατεί, περιορίζει ή αναχαιτίζει
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 26 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (4.25-4.26)
- ἁνίκ᾽ ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν | [στρ. β] ναῒ κριμνάντων ἐπέτοσσε, θοᾶς Ἀργοῦς χαλινόν·
- Τότε ο θεός μάς βρήκε να κρεμούμε στο καράβι | [στρ. β] τη χαλκόδοντη άγκυρα, το χαλινάρι της γοργής Αργώς.
- Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- ἁνίκ᾽ ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν | [στρ. β] ναῒ κριμνάντων ἐπέτοσσε, θοᾶς Ἀργοῦς χαλινόν·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ἰσθμιονίκαις, 8, 46 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (8.45-8.46)
- ἐν διχομηνίδεσσιν δὲ ἑσπέραις ἐρατόν | λύοι κεν χαλινὸν ὑφ᾽ ἥρωϊ παρθενίας.»
- μα όταν θα φτάσει η ολοφέγγαρη νύχτα, | στον ήρωα ας λύσει της παρθενιάς το χρυσό χαλινάρι».
- Μετάφραση (1936): Ιωάννης Γρυπάρης, @greek‑language.gr
- ἐν διχομηνίδεσσιν δὲ ἑσπέραις ἐρατόν | λύοι κεν χαλινὸν ὑφ᾽ ἥρωϊ παρθενίας.»
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 26 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (4.25-4.26)
- (στον πληθυντικό): (χαλινοί ή χαλινά)
- τα άκρα των χειλιών του αλόγου
- τα δηλητηριώδη δόντια στο στόμα των φιδιών
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χαλινός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χαλινός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.