χαλινός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χαλινός | οι | χαλινοί |
γενική | του | χαλινού | των | χαλινών |
αιτιατική | τον | χαλινό | τους | χαλινούς |
κλητική | χαλινέ | χαλινοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χαλινός < αρχαία ελληνική χαλινός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χαλινός αρσενικό
- η στομίδα που τοποθετείται στο στόμα ενός αλόγου και μαζί με τα ηνία χρησιμοποιείται από τον αναβάτη για να οδηγήσει το ζώο
- οτιδήποτε συγκρατεί ή περιορίζει
- (ανατομία) πτυχή δέρματος που συνδέει δύο όργανα
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χαλινός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χαλινός < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χαλινός αρσενικό
Επεξεργασία
- χαλιναγογέω
- χαλιναγωγία
- χαλιναγωγός
- χαλινάριον
- χαλινῖτις
- χαλινοποιική
- χαλινοποιός
- χαλινουργός
- χαλινοφάγος
- χαλινόω
- χαλίνωσις
- χαλινωτήρια
- χρυσοχάλινος
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «χαλινός» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «χαλινός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.