restraint
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
restraint | restraints |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrestraint (en)
- (μετρήσιμο, συνήθως πληθυντικός) ο περιορισμός, ένας κανόνας, ένα γεγονός, μια ιδέα κτλ. που περιορίζει το τι μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι
- ⮡ the social restraints - οι κοινωνικοί περιορισμοί
- ⮡ The subjected him to many restraints.
- Τον υπέβαλλαν σε πολλούς περιορισμούς.
- (μη μετρήσιμο) η συγκράτηση, ο περιορισμός, ο χαλινός, η ενέργεια του να συγκρατώ ή του να περιορίζω κάτι επειδή είναι απαραίτητο ή λογικό να γίνει κάτι τέτοιο
- ⮡ With filters, the restraint of harmful substances is achieved.
- Με τα φίλτρα επιτυγχάνεται η συγκράτηση των βλαβερών ουσιών.
- ⮡ They put me under restraint.
- Με έβαλαν σε περιορισμό.
- ⮡ They spoke/wrote without restraint.
- Μίλησαν/Έγραψαν χωρίς χαλινό.
- ⮡ With filters, the restraint of harmful substances is achieved.
- (μη μετρήσιμο) η αυτοσυγκράτηση, η ιδιότητα της συμπεριφοράς με έλεγχο
- ⮡ He showed restraint in his demands.
- Έδειξε αυτοσυγκράτηση στις αξιώσεις του.
- ⮡ The public reacted with restraint.
- Το κοινό αντέδρασε συγκρατημένα.
- ≈ συνώνυμα: self-control
- ⮡ He showed restraint in his demands.
Πηγές
επεξεργασία- restraint - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 687. ISBN 9780194325684., λήμμα: περιορισμός