συγκράτηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συγκράτηση < συγκρατώ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συγκράτηση θηλυκό
- ο περιορισμός ενός μεγέθους σε κάποιες αποδεκτές τιμές
- στόχος είναι η συγκράτηση του πληθωρισμού κάτω από το 3%
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συγκράτηση