maintien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmaintien (fr) αρσενικό
- Il a un maintien noble. Έχει συμπεριφορά ενός ευγενή.
- N'avoir point de maintien. Φέρομαι αδέξια, αμήχανα.
- Le maintien de l'ordre. Η διατήρηση της κοινής τάξης.
- η παραμονή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη maintenir