Δείτε επίσης: ἀναχαιτίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναχαιτίζω < αρχαία ελληνική ἀναχαιτίζω < ἀνά + χαίτη

αναχαιτίζω παθητική φωνή: αναχαιτίζομαι)

  1. αποκρούω μια επίθεση και αναγκάζω τον επιτιθέμενο να οπισθοχωρήσει
  2. (μεταφορικά) σταματάω μια ανοδική πορεία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία