↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαίτη οι χαίτες
      γενική της χαίτης των χαιτών
    αιτιατική τη χαίτη τις χαίτες
     κλητική χαίτη χαίτες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαίτη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χαίτη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαίτη θηλυκό ( η χαίτη, της χαίτης)

  1. οι μακρύτερες απ' ό,τι στο υπόλοιπο σώμα τρίχες που φύονται στον αυχένα διάφορων ζώων
    ⮡  η χαίτη του λιονταριού
  2. (μειωτικό) τα μακριά μαλλιά ανθρώπων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χαίτη αἱ χαῖται
      γενική τῆς χαίτης τῶν χαιτῶν
      δοτική τῇ χαίτ ταῖς χαίταις
    αιτιατική τὴν χαίτην τὰς χαίτᾱς
     κλητική ! χαίτη χαῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χαίτ
γεν-δοτ τοῖν  χαίταιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

χαίτη, ήδη ομηρικό < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gait- (μαλλιά)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαίτη θηλυκό

  1. μαλλί, μακρύ μαλλί ανθρώπου αλλά και τούφα μαλλιών
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 141 @greek-language.gr
    ἔνθ᾽ Ἀχιλλεύς στὰς ἀπάνευθε πυρῆς ξανθὴν ἀπεκείρατο χαίτην
    εκεί ο Αχιλέας ξεμάκραινε από την πυρά και έκοψε τα μακριά ξανθά μαλλιά του <θρηνώντας τον Πάτροκλο>
    ※  5os αιώνας Βακχυλίδης, Επίνικοι, B. 10.28 @greek-language.gr
    ...χαίταν ἐλαίᾳ γλαυκᾷ στεφανωσάμενον
    <αν...> θα είχε σταφανώσει τα μαλλιά του το γλαυκό της ελιάς
  2. χαίτη αλόγου, λεονταριού (και λοφίο, λοφιά)
    ⮡  ὅσα χαίτην ἔχει, ὥσπερ λέων
    ⮡  λασιαύχενα χαίταν
  3. το τρίχωμα των σκαντζόχοιρων που όταν ενηλικιώνονται γίνεται με την κερατίνη σκληρό σαν τα αγκάθια
  4. το λοφίο της περικεφαλαίας
  5. ο μικρός θύσανος, η φούντα που σχηματίζεται στην κορυφή φυτών, όπως π.χ. του πάπυρου ή κύπειρου (στην αρχαία ελληνική βύβλος)
    ※  1ος αιώνας πκε/κε Στράβων, Γεωγραφικά, 17.1.15@scaife.perseus
    φύεται δ᾽ ἐν τοῖς Αἰγυπτιακοῖς ἕλεσι καὶ ταῖς λίμναις... ἡ μὲν βύβλος ψιλὴ ῥάβδος ἐστὶν ἐπ᾽ ἄκρῳ χαίτην ἔχουσα
  6. (ελληνιστική σημασία) το φύλλωμα

Συγγενικά

επεξεργασία