χαίτη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαίτη | οι | χαίτες |
γενική | της | χαίτης | των | χαιτών |
αιτιατική | τη | χαίτη | τις | χαίτες |
κλητική | χαίτη | χαίτες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαίτη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χαίτη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαίτη θηλυκό ( η χαίτη, της χαίτης)
- οι μακρύτερες απ' ό,τι στο υπόλοιπο σώμα τρίχες που φύονται στον αυχένα διάφορων ζώων
- ⮡ η χαίτη του λιονταριού
- (μειωτικό) τα μακριά μαλλιά ανθρώπων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χαίτη | αἱ | χαῖται |
γενική | τῆς | χαίτης | τῶν | χαιτῶν |
δοτική | τῇ | χαίτῃ | ταῖς | χαίταις |
αιτιατική | τὴν | χαίτην | τὰς | χαίτᾱς |
κλητική ὦ! | χαίτη | χαῖται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαίτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χαίταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαχαίτη, ήδη ομηρικό < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gait- (μαλλιά)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαίτη θηλυκό
- μαλλί, μακρύ μαλλί ανθρώπου αλλά και τούφα μαλλιών
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 141 @greek-language.gr
- ἔνθ᾽ Ἀχιλλεύς στὰς ἀπάνευθε πυρῆς ξανθὴν ἀπεκείρατο χαίτην
- εκεί ο Αχιλέας ξεμάκραινε από την πυρά και έκοψε τα μακριά ξανθά μαλλιά του <θρηνώντας τον Πάτροκλο>
- ἔνθ᾽ Ἀχιλλεύς στὰς ἀπάνευθε πυρῆς ξανθὴν ἀπεκείρατο χαίτην
- ※ 5os αιώνας Βακχυλίδης, Επίνικοι, B. 10.28 @greek-language.gr
- ...χαίταν ἐλαίᾳ γλαυκᾷ στεφανωσάμενον
- <αν...> θα είχε σταφανώσει τα μαλλιά του το γλαυκό της ελιάς
- ...χαίταν ἐλαίᾳ γλαυκᾷ στεφανωσάμενον
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 141 @greek-language.gr
- χαίτη αλόγου, λεονταριού (και λοφίο, λοφιά)
- το τρίχωμα των σκαντζόχοιρων που όταν ενηλικιώνονται γίνεται με την κερατίνη σκληρό σαν τα αγκάθια
- το λοφίο της περικεφαλαίας
- ο μικρός θύσανος, η φούντα που σχηματίζεται στην κορυφή φυτών, όπως π.χ. του πάπυρου ή κύπειρου (στην αρχαία ελληνική βύβλος)
- ※ 1ος αιώνας πκε/κε Στράβων, Γεωγραφικά, 17.1.15@scaife.perseus
- φύεται δ᾽ ἐν τοῖς Αἰγυπτιακοῖς ἕλεσι καὶ ταῖς λίμναις... ἡ μὲν βύβλος ψιλὴ ῥάβδος ἐστὶν ἐπ᾽ ἄκρῳ χαίτην ἔχουσα
- ※ 1ος αιώνας πκε/κε Στράβων, Γεωγραφικά, 17.1.15@scaife.perseus
- (ελληνιστική σημασία) το φύλλωμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χαίτη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χαίτη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.