χαίτη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαίτη | οι | χαίτες |
γενική | της | χαίτης | των | χαιτών |
αιτιατική | τη | χαίτη | τις | χαίτες |
κλητική | χαίτη | χαίτες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χαίτη < αρχαία ελληνική χαίτη
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χαίτη θηλυκό ( η χαίτη, της χαίτης)
- οι μακρύτερες απ' ό,τι στο υπόλοιπο σώμα τρίχες που φύονται στον αυχένα διάφορων ζώων
- H χαίτη του λιονταριού.
- (μειωτικό) τα μακριά μαλλιά ανθρώπων
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | χαίτη | χαίτα | χαῖται |
Γενική | χαίτης | χαίταιν | χαιτῶν |
Δοτική | χαίτῃ | χαίταιν | χαίταις |
Αιτιατική | χαίτην | χαίτα | χαίτας |
Κλητική | χαίτη | χαίτα | χαῖται |
Ετυμολογία Επεξεργασία
χαίτη < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *gait- (μαλλιά)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χαίτη θηλυκό
- μαλλί, μακρύ μαλλί ανθρώπου αλλά και τούφα μαλλιών
- χαίτη αλόγου, λεονταριού (και λοφίο, λοφιά)
- το τρίχωμα των σκαντζόχοιρων που όταν ενηλικιώνονται γίνεται με την κερατίνη σκληρό σαν τα αγκάθια
- το λοφίο της περικεφαλαίας
- ο μικρός θύσανος, η φούντα που σχηματίζεται στην κορυφή φυτών, όπως π.χ. του πάπυρου ή κύπειρου (στην αρχαία ελληνική βύβλος)
- φύεται δ᾽ ἐν τοῖς Αἰγυπτιακοῖς ἕλεσι καὶ ταῖς λίμναις... ἡ μὲν βύβλος ψιλὴ ῥάβδος ἐστὶν ἐπ᾽ ἄκρῳ χαίτην ἔχουσα (Στράβων)
- το φύλλωμα (ελληνιστική κοινή)
Επεξεργασία
- χαιτήεις,-εσσα, -εν και δωρικός τύπος χαιτάεις (με μακριά μαλλιά που ανεμίζουν για θεούς\ανθρώπους και με πλούσια χαίτη για ζώα)
- χαίτωμα (λόφος και λοφίο)
- το χαιτόω αναφέρεται από κάποιους αλλά δεν απαντά