κερατίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κερατίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική kératine < αρχαία ελληνική κέρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
κερατίνη θηλυκό
- πρωτεΐνη που υπάρχει στην εξωτερική πλευρά της ανθρώπινης επιδερμίδας, στα μαλλιά, τα νύχια, αλλά και σε διάφορα μέρη ζώων (οπλές, κέρατα κ.λπ.)