kératine
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Από το κέρας, κέρατο.
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
kératine | kératines |
kératine (fr) θηλυκό
Από το κέρας, κέρατο.
ενικός | πληθυντικός |
kératine | kératines |
kératine (fr) θηλυκό