κεράτινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κεράτινος < αρχαία ελληνική κεράτινος
Επίθετο
επεξεργασία
κεράτινος
- που έχει κατασκευαστεί από κέρατο
- που δημιουργείται από κερατίνη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κέρατο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κεράτινος
|