↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κερατένιος η κερατένια το κερατένιο
      γενική του κερατένιου της κερατένιας του κερατένιου
    αιτιατική τον κερατένιο την κερατένια το κερατένιο
     κλητική κερατένιε κερατένια κερατένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κερατένιοι οι κερατένιες τα κερατένια
      γενική των κερατένιων των κερατένιων των κερατένιων
    αιτιατική τους κερατένιους τις κερατένιες τα κερατένια
     κλητική κερατένιοι κερατένιες κερατένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κερατένιος < κέρατ(ο) + -ένιος, και (ουσιαστικοποιημένο) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ce.ɾaˈte.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐ρα‐τέ‐νιος}}

  Επίθετο

επεξεργασία

κερατένιος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κέρατο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία