Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναθεματισμένος η αναθεματισμένη το αναθεματισμένο
      γενική του αναθεματισμένου της αναθεματισμένης του αναθεματισμένου
    αιτιατική τον αναθεματισμένο την αναθεματισμένη το αναθεματισμένο
     κλητική αναθεματισμένε αναθεματισμένη αναθεματισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναθεματισμένοι οι αναθεματισμένες τα αναθεματισμένα
      γενική των αναθεματισμένων των αναθεματισμένων των αναθεματισμένων
    αιτιατική τους αναθεματισμένους τις αναθεματισμένες τα αναθεματισμένα
     κλητική αναθεματισμένοι αναθεματισμένες αναθεματισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναθεματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αναθεματίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.θe.ma.tiˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐θε‐μα‐τι‐σμέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

αναθεματισμένος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά)
    1. που έχει αναθεματιστεί, καταραστεί
      άλλες μορφές: παναθεματισμένος
    2. (εκκλησιαστικός όρος) που έχει αφοριστεί από την εκκλησία
  2. (μεταφορικά, προφορικό) που έχει προξενήσει δυσκολίες, δυσφορία, και το καταριόμαστε
    Δεν το αντέχω το αναθεματισμένο το τηλέφωνο! Συνεχώς χτυπάει «ντριν, ντριν»!
    άλλες μορφές: παναθεματισμένος

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία