Ετυμολογία

επεξεργασία
καταριέμαι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καταρ(ῶμαι) (συνηρημένος τύπος του καταράομαι + -ιέμαι < κατάρα [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.taɾˈʝe.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐ριέ‐μαι

καταριέμαι (αποθετικό ρήμα), , π.αόρ.: καταράστηκα, μτχ.π.π.: καταραμένος (αποθετικό ρήμα)

  1. εκστομίζω κατάρες εναντίον κάποιου, εύχομαι το κακό του
  2. (κατ’ επέκταση) αγανακτώ σε μεγάλο βαθμό για κάτι ή μεταμελούμαι
    ※  Γεννήθηκα, για να πονώ και για να τυραννιέμαι, την ώρα που σε γνώρισα βαριά την καταριέμαι. (Στίχοι από το τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη «Γεννήθηκα, για να πονώ». Στίχοι: Κώστας Βίρβος)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κατάρα

Επίσης, μετοχές καταρώμενος, και της δημοτικής: καταριώντας [2]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. καταριέμαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).