μεταμελούμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταμελούμαι < αρχαία ελληνική μεταμελοῦμαι < μετά + μέλω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.ta.meˈlu.me/
Ρήμα επεξεργασία
μεταμελούμαι
- (λόγιο) μετανιώνω για κάποιο κακό που διέπραξα (και από τις τύψεις μου κάνω επανορθωτικές ενέργειες)
Συγγενικά επεξεργασία
- μεταμέλεια
- → δείτε τη λέξη μέλει