Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

regret (en)

  1. μετανιώνω
  2. λυπούμαι
    We regret the inconvenience caused to you
    Λυπούμαστε για την αναστάτωση που σας προκάλεσε.



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
regret regrets

regret (fr) αρσενικό