regret
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαregret (en)
- μετανιώνω
- λυπούμαι
- ↪ We regret the inconvenience caused to you
- Λυπούμαστε για την αναστάτωση που σας προκάλεσε.
- ↪ We regret the inconvenience caused to you
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
regret | regrets |
regret (fr) αρσενικό
- η λύπη, η απογοήτευση, η μεταμέλεια