regret
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | regret |
γ΄ ενικό ενεστώτα | regrets |
αόριστος | regretted |
παθητική μετοχή | regretted |
ενεργητική μετοχή | regretting |
Ρήμα
επεξεργασίαregret (en)
- μετανιώνω, λυπάμαι για κάτι που έχω κάνει ή για κάτι που δεν κατάφερα να κάνω
- ⮡ I don’t regret the life I chose.
- Δε μετανιώνω για τη ζωή που διάλεξα.
- ⮡ Didn’t you regret resigning?
- Δεν το μετάνιωσες που παραιτήθηκες;
- ⮡ I regretted it bitterly.
- Το μετάνιωσα πικρά.
- ⮡ He showed that he regretted what he said.
- Έδειξε ότι μετάνιωσε για ό,τι είπε.
- ⮡ You’ll regret it one day but it’ll be too late.
- Θα το μετάνιωσες μια μέρα αλλά θα 'ναι πολύ αργά.
- ⮡ I regret the missed opportunities.
- Μετανιώνω για τις χαμένες ευκαιρίες.
- ⮡ I don’t regret anything./I regret nothing.
- Δεν μετανιώνω για τίποτα.
- ⮡ I don’t regret the life I chose.
- (επίσημο) λυπάμαι, χρησιμοποιείται για να πει με ευγενικό ή επίσημο τρόπο ότι λυπάμαι για μια κατάσταση
- ⮡ We regret the inconvenience caused to you.
- Λυπούμαστε για την αναστάτωση που σας προκάλεσε.
- ⮡ I regret that I can’t help.
- Λυπάμαι που δεν μπορώ να βοηθήσω.
- ⮡ I very much regret it but I can’t come.
- Λυπάμαι πολύ αλλά δεν μπορώ να έλθω.
- ⮡ We regret the inconvenience caused to you.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
regret | regrets |
regret (fr) αρσενικό
- η λύπη, η απογοήτευση, η μεταμέλεια