ενεστώτας regret
γ΄ ενικό ενεστώτα regrets
αόριστος regretted
παθητική μετοχή regretted
ενεργητική μετοχή regretting

regret (en)

  1. μετανιώνω, λυπάμαι για κάτι που έχω κάνει ή για κάτι που δεν κατάφερα να κάνω
    ⮡  I don’t regret the life I chose.
    Δε μετανιώνω για τη ζωή που διάλεξα.
    ⮡  Didn’t you regret resigning?
    Δεν το μετάνιωσες που παραιτήθηκες;
    ⮡  I regretted it bitterly.
    Το μετάνιωσα πικρά.
    ⮡  He showed that he regretted what he said.
    Έδειξε ότι μετάνιωσε για ό,τι είπε.
    ⮡  You’ll regret it one day but it’ll be too late.
    Θα το μετάνιωσες μια μέρα αλλά θα 'ναι πολύ αργά.
    ⮡  I regret the missed opportunities.
    Μετανιώνω για τις χαμένες ευκαιρίες.
    ⮡  I don’t regret anything./I regret nothing.
    Δεν μετανιώνω για τίποτα.
  2. (επίσημο) λυπάμαι, χρησιμοποιείται για να πει με ευγενικό ή επίσημο τρόπο ότι λυπάμαι για μια κατάσταση
    ⮡  We regret the inconvenience caused to you.
    Λυπούμαστε για την αναστάτωση που σας προκάλεσε.
    ⮡  I regret that I can’t help.
    Λυπάμαι που δεν μπορώ να βοηθήσω.
    ⮡  I very much regret it but I can’t come.
    Λυπάμαι πολύ αλλά δεν μπορώ να έλθω.



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
regret regrets

regret (fr) αρσενικό