repent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | repent |
γ΄ ενικό ενεστώτα | repents |
αόριστος | repented |
παθητική μετοχή | repented |
ενεργητική μετοχή | repenting |
Ρήμα
επεξεργασίαrepent (en) (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο)
- μετανοώ
- ⮡ I am repenting for my sins.
- Μετανοώ για τις αμαρτίες μου.
- ⮡ God forgives those who sincerely repent.
- Ο Θεός συγχωρεί εκείνους που μετανοούν ειλικρινά.
- ⮡ I am repenting for my sins.