μετανοώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετανοώ < αρχαία ελληνική μετανοέω / μετανοῶ
Ρήμα επεξεργασία
μετανοώ
- συνειδητοποιώ και παραδέχομαι (με συντριβή) τα λάθη μου
- (θρησκεία) παραδέχομαι ενώπιον του Θεού και του ιερέα τις αμαρτίες μου και υπόσχομαι ότι θα αλλάξω τη ζωή μου