Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετανοητικός η μετανοητική το μετανοητικό
      γενική του μετανοητικού της μετανοητικής του μετανοητικού
    αιτιατική τον μετανοητικό τη μετανοητική το μετανοητικό
     κλητική μετανοητικέ μετανοητική μετανοητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετανοητικοί οι μετανοητικές τα μετανοητικά
      γενική των μετανοητικών των μετανοητικών των μετανοητικών
    αιτιατική τους μετανοητικούς τις μετανοητικές τα μετανοητικά
     κλητική μετανοητικοί μετανοητικές μετανοητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετανοητικός < ελληνιστική κοινή μετανοητικός < αρχαία ελληνική μετανοέω / μετανοῶ

  Επίθετο επεξεργασία

μετανοητικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία