Ετυμολογία 1

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετάνοια οι μετάνοιες
      γενική της μετάνοιας
μετανοίας
των μετανοιών
    αιτιατική τη μετάνοια τις μετάνοιες
     κλητική μετάνοια μετάνοιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μετάνοια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετάνοια. Μορφολογικά, μετά- + -νοια. Δείτε και την #Ετυμολογία_2.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /meˈta.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τά‐νοι‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μετάνοια θηλυκό

  1. το συναίσθημα της ψυχικής συντριβής που αισθάνεται κάποιος όταν καταλάβει ότι έκανε κάποιο σφάλμα
  2. (χριστιανισμός) εξομολόγηση αμαρτιών

Συνώνυμα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

νομικοί όροι:

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετάνοια οι μετάνοιες
      γενική της μετάνοιας
    αιτιατική τη μετάνοια τις μετάνοιες
     κλητική μετάνοια μετάνοιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μετάνοια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μετάνοια

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /meˈta.ɲa/ (με συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τά‐νοια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μετάνοια θηλυκό

  1. γονυκλισία και υπόκλιση για εκδήλωση είτε λατρείας είτε μεταμέλειας
    Έκανε το σταυρό του, έκανε και μερικές μετάνοιες και πήγε να κοιμηθεί ήσυχος.
  2. (μεταφορικά) παρακάλια, ικεσίες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μετάνοι αἱ μετάνοιαι
      γενική τῆς μετανοίᾱς τῶν μετανοιῶν
      δοτική τῇ μετανοί ταῖς μετανοίαις
    αιτιατική τὴν μετάνοιᾰν τὰς μετανοίᾱς
     κλητική ! μετάνοι μετάνοιαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μετανοί
γεν-δοτ τοῖν  μετανοίαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

μετάνοια < μετανο(έω) + -ια. Μορφολογικά, μετά- + -νοια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μετάνοια