Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

afterthought (en)

  1. μεταγενέστερη σκέψη , δεύτερη σκέψη, σκέψη εκ των υστέρων
  2. (μεταφορικά) μεταγενέστερη προσθήκη σε κείμενο