↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χιλιαναθεματισμένος η χιλιαναθεματισμένη το χιλιαναθεματισμένο
      γενική του χιλιαναθεματισμένου της χιλιαναθεματισμένης του χιλιαναθεματισμένου
    αιτιατική τον χιλιαναθεματισμένο τη χιλιαναθεματισμένη το χιλιαναθεματισμένο
     κλητική χιλιαναθεματισμένε χιλιαναθεματισμένη χιλιαναθεματισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χιλιαναθεματισμένοι οι χιλιαναθεματισμένες τα χιλιαναθεματισμένα
      γενική των χιλιαναθεματισμένων των χιλιαναθεματισμένων των χιλιαναθεματισμένων
    αιτιατική τους χιλιαναθεματισμένους τις χιλιαναθεματισμένες τα χιλιαναθεματισμένα
     κλητική χιλιαναθεματισμένοι χιλιαναθεματισμένες χιλιαναθεματισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χιλιαναθεματισμένος < χιλι- (χίλιες φορές) + αναθεματισμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αναθεματίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /çi.ʎa.na.θe.ma.tiˈzme.nos/

χιλιαναθεματισμένος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία