χιλιαναθεματισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χιλιαναθεματισμένος < χιλι- (χίλιες φορές) + αναθεματισμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αναθεματίζω
Προφορά
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαχιλιαναθεματισμένος, -η, -ο
- (υβριστικό) αναθεματισμένος, σε υπερβολικό βαθμό
Συγγενικά
επεξεργασία- χιλιανάθεμά σε!
- → και δείτε τη λέξη ανάθεμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία χιλιαναθεματισμένος
|