αναθεματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναθεματίζω < μεσαιωνική ελληνική ἀναθεματίζω < μεταγενέστερη ελληνική ἀνάθεμα < ἀνάθημα (αφιέρωμα, τάμα) < ἀνατίθημι
Ρήμα
επεξεργασίααναθεματίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναθεματίζω | αναθεμάτιζα | θα αναθεματίζω | να αναθεματίζω | αναθεματίζοντας | |
β' ενικ. | αναθεματίζεις | αναθεμάτιζες | θα αναθεματίζεις | να αναθεματίζεις | αναθεμάτιζε | |
γ' ενικ. | αναθεματίζει | αναθεμάτιζε | θα αναθεματίζει | να αναθεματίζει | ||
α' πληθ. | αναθεματίζουμε | αναθεματίζαμε | θα αναθεματίζουμε | να αναθεματίζουμε | ||
β' πληθ. | αναθεματίζετε | αναθεματίζατε | θα αναθεματίζετε | να αναθεματίζετε | αναθεματίζετε | |
γ' πληθ. | αναθεματίζουν(ε) | αναθεμάτιζαν αναθεματίζαν(ε) |
θα αναθεματίζουν(ε) | να αναθεματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναθεμάτισα | θα αναθεματίσω | να αναθεματίσω | αναθεματίσει | ||
β' ενικ. | αναθεμάτισες | θα αναθεματίσεις | να αναθεματίσεις | αναθεμάτισε | ||
γ' ενικ. | αναθεμάτισε | θα αναθεματίσει | να αναθεματίσει | |||
α' πληθ. | αναθεματίσαμε | θα αναθεματίσουμε | να αναθεματίσουμε | |||
β' πληθ. | αναθεματίσατε | θα αναθεματίσετε | να αναθεματίσετε | αναθεματίστε | ||
γ' πληθ. | αναθεμάτισαν αναθεματίσαν(ε) |
θα αναθεματίσουν(ε) | να αναθεματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναθεματίσει | είχα αναθεματίσει | θα έχω αναθεματίσει | να έχω αναθεματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναθεματίσει | είχες αναθεματίσει | θα έχεις αναθεματίσει | να έχεις αναθεματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναθεματίσει | είχε αναθεματίσει | θα έχει αναθεματίσει | να έχει αναθεματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναθεματίσει | είχαμε αναθεματίσει | θα έχουμε αναθεματίσει | να έχουμε αναθεματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναθεματίσει | είχατε αναθεματίσει | θα έχετε αναθεματίσει | να έχετε αναθεματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναθεματίσει | είχαν αναθεματίσει | θα έχουν αναθεματίσει | να έχουν αναθεματίσει |
|