Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

damn < (κληρονομημένο) μέση αγγλική dampnen < παλαιά γαλλική dampner < λατινική damnare < damnum

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /dæm/
 
ομόηχο: dam

  Ρήμα επεξεργασία

damn (en)

  1. καταδικάζω κάποιον να πάει στην κόλαση
    he will be damned for all eternity. - θα λείπει η μετάφραση
  2. καταδικάζω, στιγματίζω, σταμπάρω
    I’m afraid that if I speak out on this, I’ll be damned as a troublemaker. λείπει η μετάφραση
  3. (υβριστικό) καταριέμαι
    That man stole my wallet. Damn him! λείπει η μετάφραση

Εκφράσεις επεξεργασία

  • damn it!: να πάρει ο διάολος/η ευχή!
  • I’ll be damned if: να με πάρει ο διάολος αν
  • not give a damn: δε δίνω δεκάρα

Συγγενικά επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

damn (en)

  Επίρρημα επεξεργασία

damn (en)

  Επιφώνημα επεξεργασία

damn (en)

  • (για απογοήτευση, εκνευρισμό, θυμό) γαμώτο, να πάει στο διάολο
    βλέπε και dammit

  Ουσιαστικό επεξεργασία

damn (en)

  1. αμελητέα ποσότητα, πολύ μικρή αξία
    The new hires aren't worth a damn.
  2. ελάχιστη προσοχή
    I don’t give a damn - Δε δίνω δυάρα