Δείτε επίσης: Αμάν, Αμμάν

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμάν < (άμεσο δάνειο) τουρκική aman (έλεος!, φιλοξενία, κατάλυμα) < αραβική امان (aman, ηρεμία, ειρήνη)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈman/
ΔΦΑ : /ˈaˈman/ (εκφραστικό, εμφατικό)
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐μάν
ομόηχο: Αμάν / Αμμάν

  Επιφώνημα επεξεργασία

αμάν

επιφώνημα που δηλώνει

  1. δυσάρεστη έκπληξη, στεναχώρια
    Αμάν! Ξέχασα τα κλειδιά. Γυρνάμε πίσω...
  2. δυσαρέσκεια, αποδοκιμασία
    Αμάν βρε παιδάκι μου! Πού τό 'χεις το μυαλό σου;
     συνώνυμα: όχου
  3. απόγνωση
    Αμάν τι πάθαμε... Θα μείνουμε από βενζίνη...
     συνώνυμα: οχού
  4. αγανάκτηση
    Αμάν! βρε γυναίκα... Κάτσε επιτέλους ήσυχη! Με ζάλισες πια...
  5. θαυμασμό, χαρά
    Αμάν! Τι όμορφα που είναι εδώ την άνοιξη. Το καλοκαίρι είναι όλα κίτρινα...
  6. ξελάφρωμα μετά από δοκιμασία/ταλαιπωρία
    Ουφ αμάν!... Επιτέλους φτάσαμε!
  7. επιθυμία, ανυπόμονη
    Αμάν να έρθουν οι διακοπές !

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία