διαβολεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαβολεμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασίαδιαβολεμένος, -η, -ο και διαολεμένος, -η, -ο
- πανούργος, που μπορεί να συγκριθεί με τον διάβολο
- έξυπνος, πονηρός
- έντονος
- ※ Ήταν Τετάρτη, τα εμπορικά ήταν κλειστά, αλλά είχε διαβολεμένη κίνηση. (Γιάννης Ξανθούλης (1989) Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαβολεμένος
|