Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαβολεμένος η διαβολεμένη το διαβολεμένο
      γενική του διαβολεμένου της διαβολεμένης του διαβολεμένου
    αιτιατική τον διαβολεμένο τη διαβολεμένη το διαβολεμένο
     κλητική διαβολεμένε διαβολεμένη διαβολεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαβολεμένοι οι διαβολεμένες τα διαβολεμένα
      γενική των διαβολεμένων των διαβολεμένων των διαβολεμένων
    αιτιατική τους διαβολεμένους τις διαβολεμένες τα διαβολεμένα
     κλητική διαβολεμένοι διαβολεμένες διαβολεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαβολεμένος < λείπει η ετυμολογία

  Μετοχή επεξεργασία

διαβολεμένος, -η, -ο και διαολεμένος, -η, -ο

  1. πανούργος, που μπορεί να συγκριθεί με τον διάβολο
  2. έξυπνος, πονηρός
  3. έντονος
    ※  Ήταν Τετάρτη, τα εμπορικά ήταν κλειστά, αλλά είχε διαβολεμένη κίνηση. (Γιάννης Ξανθούλης (1989) Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας [μυθιστόρημα])

  Μεταφράσεις επεξεργασία