διαβολεμένα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαβολεμένα < διαβολεμένος
Επίρρημα
επεξεργασίαδιαβολεμένα
- με διαβολεμένο τρόπο, σαν διάβολος (μεταφορικά), πάρα πολύ, υπερβολικά
- έτρεχε διαβολεμένα γρήγορα
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαβολεμένα
|