Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαβολεμένα < διαβολεμένος

  Επίρρημα επεξεργασία

διαβολεμένα

  1. με διαβολεμένο τρόπο, σαν διάβολος (μεταφορικά), πάρα πολύ, υπερβολικά
    έτρεχε διαβολεμένα γρήγορα

  Μεταφράσεις επεξεργασία