↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαολεμένος η διαολεμένη το διαολεμένο
      γενική του διαολεμένου της διαολεμένης του διαολεμένου
    αιτιατική τον διαολεμένο τη διαολεμένη το διαολεμένο
     κλητική διαολεμένε διαολεμένη διαολεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαολεμένοι οι διαολεμένες τα διαολεμένα
      γενική των διαολεμένων των διαολεμένων των διαολεμένων
    αιτιατική τους διαολεμένους τις διαολεμένες τα διαολεμένα
     κλητική διαολεμένοι διαολεμένες διαολεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαολεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαολίζομαι

διαολεμένος, -η, -ο

  1. ο διαβολεμένος, ο πολύ έντονος και ενοχλητικός, ο αφόρητος, που τον εμπνεύει ο διάολος
    Εκανε ένα διαολεμένο κρύο -Μια διαοελεμένη ζέστη
    Αυτο το παιδί έχει διαολεμένο πείσμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία