διαολεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαολεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαολίζομαι
Μετοχή
επεξεργασίαδιαολεμένος, -η, -ο
- ο διαβολεμένος, ο πολύ έντονος και ενοχλητικός, ο αφόρητος, που τον εμπνεύει ο διάολος
- Εκανε ένα διαολεμένο κρύο -Μια διαοελεμένη ζέστη
- Αυτο το παιδί έχει διαολεμένο πείσμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαολεμένος
→ δείτε τη λέξη διαβολεμένος |