διάολος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διάολος | οι | διάολοι & διαόλοι |
γενική | του | διαόλου | των | διαόλων |
αιτιατική | τον | διάολο | τους | διαόλους |
κλητική | διάολε | διάολοι & διαόλοι | ||
Και προφορικός πληθυντικός, οι διαόλοι. | ||||
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διάολος < διάβολος με αποβολή του β
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιάολος αρσενικό
- άλλη μορφή του διάβολος
Εκφράσεις
επεξεργασία- άι στο διάολο!, α στο διάλο
- διάολε! (επιφωνηματικά)
- διαόλου κάλτσα: για κάποιον που είναι εξαιρετικά επιτήδειος και πάντα τα καταφέρνει
- πάω κατά διαόλου: εξελίσσομαι αρνητικά, αποτυγχάνω
- τι (στο) διάολο;
- στου διαόλου τη μάνα