πάω κατά διαόλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πάω κατά διαόλου < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση
επεξεργασίαπάω κατά διαόλου
- αποτυγχάνω, εξελίσσομαι αρνητικά, πάω από το κακό στο χειρότερο
- έχασε τη δουλειά του και τα οικονομικά του πάνε κατά διαόλου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πάω κατά διαόλου