οικονομικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οικονομικά < οικονομικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοικονομικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οι οικονομικές επιστήμες, οι επιστήμες που ασχολούνται με την ανάλυση και την ερμηνεία της οικονομίας και των οικονομικών μεγεθών
- ο Γιώργος σπουδάζει οικονομικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασίαοικονομικά (τροπικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία οικονομικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαοικονομικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οικονομικό