Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη στου + γενική ενικού του διάολος + αιτιατική τη μάνα λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /stu‿ði̯aˈo.lu ti‿ˈma.na/

  Έκφραση

επεξεργασία

στου διαόλου τη μάνα

  • (ανεπίσημο) σε πολύ μακρινό τόπο, δυσπρόσιτο
    ⮡  η Πανεπιστημιούπολη ήταν στου διαόλου τη μάνα· χρειαζόμουν δύο λεωφορεία για να φτάσω εκεί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία