στου διαόλου τη μάνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη στου + γενική ενικού του διάολος + αιτιατική τη μάνα → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
στου διαόλου τη μάνα
- (ανεπίσημο) σε πολύ μακρινό τόπο, δυσπρόσιτο
- ↪ η Πανεπιστημιούπολη ήταν στου διαόλου τη μάνα· χρειαζόμουν δύο λεωφορεία για να φτάσω εκεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
στου διαόλου τη μάνα
|