Ετυμολογία

επεξεργασία
 δείτε τη λέξη στου + γενική ενικού του διάολος + αιτιατική τη μάνα λείπει η ετυμολογία

στου διαόλου τη μάνα

  • (ανεπίσημο) σε πολύ μακρινό τόπο, δυσπρόσιτο
      η Πανεπιστημιούπολη ήταν στου διαόλου τη μάνα· χρειαζόμουν δύο λεωφορεία για να φτάσω εκεί

Μεταφράσεις

επεξεργασία