Ετυμολογία

επεξεργασία
καταδικάζω < αρχαία ελληνική καταδικάζω

καταδικάζω

  1. επιβάλλω τιμωρία αφού δικάσω
  2. (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά)
    • αποδοκιμάζω τελείως
    • επιβάλλω ή δημιουργώ προϋποθέσεις για κάτι πολύ δυσάρεστο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

καταδικάζω < κατά + δικάζω (δικάζω κατά, εναντίον)

καταδικάζω

  1. καταδικάζω

Παράγωγα

επεξεργασία