Ετυμολογία

επεξεργασία

καταδικάζω

  1. επιβάλλω τιμωρία αφού δικάσω
  2. (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά)
    • αποδοκιμάζω τελείως
    • επιβάλλω ή δημιουργώ προϋποθέσεις για κάτι πολύ δυσάρεστο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

καταδικάζω < κατά + δικάζω (δικάζω κατά, εναντίον)