καταδικάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταδικάζω < αρχαία ελληνική καταδικάζω
Ρήμα
επεξεργασίακαταδικάζω
- επιβάλλω τιμωρία αφού δικάσω
- (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά)
- αποδοκιμάζω τελείως
- επιβάλλω ή δημιουργώ προϋποθέσεις για κάτι πολύ δυσάρεστο
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταδικάζω | καταδίκαζα | θα καταδικάζω | να καταδικάζω | καταδικάζοντας | |
β' ενικ. | καταδικάζεις | καταδίκαζες | θα καταδικάζεις | να καταδικάζεις | καταδίκαζε | |
γ' ενικ. | καταδικάζει | καταδίκαζε | θα καταδικάζει | να καταδικάζει | ||
α' πληθ. | καταδικάζουμε | καταδικάζαμε | θα καταδικάζουμε | να καταδικάζουμε | ||
β' πληθ. | καταδικάζετε | καταδικάζατε | θα καταδικάζετε | να καταδικάζετε | καταδικάζετε | |
γ' πληθ. | καταδικάζουν(ε) | καταδίκαζαν καταδικάζαν(ε) |
θα καταδικάζουν(ε) | να καταδικάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταδίκασα | θα καταδικάσω | να καταδικάσω | καταδικάσει | ||
β' ενικ. | καταδίκασες | θα καταδικάσεις | να καταδικάσεις | καταδίκασε | ||
γ' ενικ. | καταδίκασε | θα καταδικάσει | να καταδικάσει | |||
α' πληθ. | καταδικάσαμε | θα καταδικάσουμε | να καταδικάσουμε | |||
β' πληθ. | καταδικάσατε | θα καταδικάσετε | να καταδικάσετε | καταδικάστε | ||
γ' πληθ. | καταδίκασαν καταδικάσαν(ε) |
θα καταδικάσουν(ε) | να καταδικάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταδικάσει | είχα καταδικάσει | θα έχω καταδικάσει | να έχω καταδικάσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταδικάσει | είχες καταδικάσει | θα έχεις καταδικάσει | να έχεις καταδικάσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταδικάσει | είχε καταδικάσει | θα έχει καταδικάσει | να έχει καταδικάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταδικάσει | είχαμε καταδικάσει | θα έχουμε καταδικάσει | να έχουμε καταδικάσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταδικάσει | είχατε καταδικάσει | θα έχετε καταδικάσει | να έχετε καταδικάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταδικάσει | είχαν καταδικάσει | θα έχουν καταδικάσει | να έχουν καταδικάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίακαταδικάζω < κατά + δικάζω (δικάζω κατά, εναντίον)
Ρήμα
επεξεργασίακαταδικάζω